- ἀτελές
- ἀτελήςwithout endmasc/fem voc sgἀτελήςwithout endneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
βαλβιδικός — ή, ό 1. αυτός που έχει σχέση με τη βαλβίδα 2. φρ. α) «βαλβιδική ανεπάρκεια» ατελές κλείσιμο μιας καρδιακής βαλβίδας β) «βαλβιδική στένωση» ατελές άνοιγμα μιας καρδιακής βαλβίδας. [ΕΤΥΜΟΛ. < βαλβίς ( ίδα). Η λ. μαρτυρείται από το 1879 στον… … Dictionary of Greek
καρδιά — Μυώδες κοίλο όργανο με τέσσερις χώρους, η λειτουργία του οποίου είναι θεμελιώδης για την κυκλοφορία του αίματος, καθώς παραλαμβάνει το αίμα από τις φλέβες και ως αντλία το τροφοδοτεί στις αρτηρίες. Η κ. του ανθρώπου βρίσκεται στο πρόσθιο μέσο… … Dictionary of Greek
Atlantikos — Der Kritias (griechisch Κριτίας, latinisiert Critias; auch Ἀτλαντικός Atlantikos genannt[1]) ist ein in Dialogform verfasstes, Fragment gebliebenes Spätwerk des griechischen Philosophen Platon. Es besteht vor allem aus dem auch im Timaios… … Deutsch Wikipedia
Imperfektiver Aspekt — Der imperfektive Aspekt als Begriff der Sprachwissenschaft ist einer der drei Aspekte der hypothetischen indogermanischen Ursprungssprache, welcher auch in vielen der Folgesprachen ein Teil des Verbalparadigmas ist. Im Gegensatz zum perfektiven… … Deutsch Wikipedia
Kritias (Platon) — Der Kritias (griechisch Κριτίας, latinisiert Critias; auch Ἀτλαντικός Atlantikos genannt[1]) ist ein in Dialogform verfasstes, Fragment gebliebenes Spätwerk des griechischen Philosophen Platon. Es besteht vor allem aus dem auch im Timaios… … Deutsch Wikipedia
несъвьршеныи — (65) пр. 1.Не свободный от недостатков, несовершенный: зѣло бо гнѹшаѥтьсѧ б҃ъ нечистыхъ мыслии. паче же ражающаго ˫а ср҃дца… да ѥлико плода несъвьршена. не прииметь ѡтъ рѹкы твоѥ˫а. кольми паче мл҃твѹ мѹтьнѹ и неродимѹ. (ἐξίτηλον) СбТр XII/XIII,… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
несъношеныи — (1*) пр. Недоношенный: Дионис стегно ражанью. во д҃не несношеныи породъ. аки иногда главѣ первѣѥ. (ἀτελές) ГБ XIV, 15в … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
έρωτας — Έλξη ενός προσώπου προς το άλλο. Ενώ οι περισσότεροι από τους φιλόσοφους της ελληνορωμαϊκής αρχαιότητας έβλεπαν τον έ. κυρίως από τη φυσική του πλευρά, ο Σωκράτης, ο Πλάτων, ο Αριστοτέλης, οι στωικοί, και ο Πλούταρχος είδαν τον έ. από πιο… … Dictionary of Greek
αμβλίσκω — ἀμβλίσκω και ἀμβλισκάνω και ἀμβλύσκω και ἀμβλῶ, όω (AM) μσν. γεννώ πρόωρα και αποβάλλω ατελές έμβρυο αρχ. 1. αποβάλλω εκούσια το έμβρυο, τό σκοτώνω, προκαλώ έκτρωση 2. παθ. αποτυγχάνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη ετυμολογικά συγγενής πιθ. με τη λ. μύλη… … Dictionary of Greek
αποβάλλω — (AM ἀποβάλλω) 1. βγάζω, αφαιρώ από πάνω μου («αποβάλλω τα ενδύματα», «αποβάλλω το προσωπείο» δείχνω ποιος είμαι πραγματικά) 2. αποπέμπω, απομακρύνω (φρ. νεοελλ. «τον απέβαλαν από το σχολείο, απεβλήθη της αιθούσης» κ.λπ.) 3. (για έγκυο γυναίκα)… … Dictionary of Greek